Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


guatemaltèco  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [gwatemalˈtɛko]

ο της Γουατεμάλας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Guatemala guattire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

guastatore (ουσ αρσ )
guasto (ουσ αρσ )
guasto (επίθ.)
guatare (ρ. μτβ.)
Guatemala (κύρ.όν. αρσ.)
guatemalteco (αρσ. επίθ και ουσ)
guattire (ρ.αμτβ.)
guazza (θηλ.ουσ)
guazzabuglio (ουσ αρσ )
guazzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
guazzatoio (ουσ αρσ )
guazzetto (ουσ αρσ )
guazzo (ουσ αρσ )
guercio (ουσ αρσ )
guercio (επίθ.)
guerra (θηλ.ουσ)
guerrafondaio (ουσ αρσ )
guerraiolo (ουσ αρσ )
guerraiolo (επίθ.)
guerreggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---