Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gustàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [gusˈtabile]

1 νόστιμος
2 εύγευστος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  guscio gustare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

guizzo (ουσ αρσ )
gulag (ουσ αρσ )
gulasch (ουσ αρσ )
guru (ουσ αρσ )
guscio (ουσ αρσ )
gustabile (επίθ.)
gustare (ρ.αμτβ.)
gustare (ρ. μτβ.)
gustativo (επίθ.)
gustatore (ουσ αρσ )
Gustavo (κύρ.όν. αρσ.)
gustevole (επίθ.)
gusto (ουσ αρσ )
gustosamente (επίρ.)
gustosità (θηλ.ουσ)
gustoso (επίθ.)
guttaperca (θηλ.ουσ)
guttazione (θηλ.ουσ)
gutturale (θηλ. επίθ και ουσ)
gutturalizzazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---