ItalianoGreco


gutturàle  
θηλυκό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [guttuˈrale]

1 λαρυγγικός
2 λαρυγγόφωνος
3 ευσταχιανός (για σάλπιγγα)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---