ignàro
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [iɲˈɲaro]
1 ακατάρτιστος
2 ακάτεχος
3 άπραγος
4 αδιαπαιδαγώγητος
5 αμύητος
6 σκράπας
7 άβγαλτος
8 ανέγνωμος
9 ανίδεος
10 άπειρος
11 αγνοών
12 αδαής
13 άσχετος
14 αμαθής
15 αστοιχείωτος
16 ανεξοικείωτος
17 ανήξερος
18 απληροφόρητος
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [iɲˈɲaro]
1 ακατάρτιστος
2 ακάτεχος
3 άπραγος
4 αδιαπαιδαγώγητος
5 αμύητος
6 σκράπας
7 άβγαλτος
8 ανέγνωμος
9 ανίδεος
10 άπειρος
11 αγνοών
12 αδαής
13 άσχετος
14 αμαθής
15 αστοιχείωτος
16 ανεξοικείωτος
17 ανήξερος
18 απληροφόρητος
permalink
ignaro (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android