ItalianoGreco


illuminìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [illumiˈnizmo]

1 Θεοφωτισμός (θρησκευτικό κίνημα 14ου αιώνα)
2 κίνημα απαλλαγής από προλήψεις του 18ου αιώνα
3 Διαφωτισμός (κίνημα του 18ου αιώνα)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---