illùso
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ilˈluzo]
ο ονειροπόλος, ο φαντασιοκόπος
illùso
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ilˈluzo]
1 παραπλανημένος
2 εξαπατημένος
3 πλανημένος
4 ξεγελασμένος
5 απατημένος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ilˈluzo]
ο ονειροπόλος, ο φαντασιοκόπος
illùso
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ilˈluzo]
1 παραπλανημένος
2 εξαπατημένος
3 πλανημένος
4 ξεγελασμένος
5 απατημένος
permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα
povero illuso! = κούνια που σε κούναγε! || sei un illuso! = μην τρέφεις αυταπάτες
illuso (ουσ αρσ )
illuso (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android