ItalianoGreco


imbonitóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [imboniˈtore]

1 διαλαλητής
2 μικροπωλητής
3 θεατρίνος (υποκριτής)
4 κράχτης πελατών
5 κράχτης
6 διαλαλητής εμπορεύματος
7 παραμυθάς
8 πραματευτής
9 κράχτης μαγαζιού


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z