ItalianoGreco


impaniàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [impaˈnjare]

1 επαλείφω με κόλλα ιξού
2 μπλέκω
3 ανακατώνω
4 μπερδεύω

impaniarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [impaˈnjarsi]

1 παγιδεύομαι
2 μπερδεύομαι
3 πιάνομαι σε ιξόβεργα
4 ανακατεύομαι σε κάτι
5 μπλέκομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z