ItalianoGreco


impiegàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [impjeˈgato]

ο υπάλληλος


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


impiegato [αρσ.] statale = ο δημόσιος υπάλληλος



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z