ItalianoGreco


importunità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [importuniˈta]

1 οχληρότητα
2 καταδυνάστευση
3 πονοκεφάλιασμα (μεταφορικά)
4 κατατυράννηση
5 πιλάτεμα
6 φορτικότητα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z