ItalianoGreco


incollatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inkollaˈtura]

1 κόλλημα
2 συνένωση
3 μάτισμα
4 επικόλληση
5 κολλάρισμα
6 μήκος λαιμού (στις ιπποδρομίες)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z