ItalianoGreco


incolonnatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inkolonnaˈtore]

1 διάταξη διαχωρισμού καρτελών
2 πλήκτρο διάταξης σε στήλες
3 στηλογνώμονας


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z