ItalianoGreco


indeterminatìvo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [indeterminaˈtivo]

αόριστος (-η, -ο)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


articolo [αρσ.] indeterminativo = το αόριστο άρθρο



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z