Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ιταλοελληνικό›indùgio

ItalianoGreco

Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό

indùgio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inˈduʤo]

1 ξάργητα
2 αργοπορία
3 άργητα
4 καθυστέρηση
5 αναβολή
6 χρονοτριβή
7 χασομέρι


permalink
‹ indugiarsi
induismo ›



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indubitabilità (θηλ.ουσ)
indubitato (επίθ.)
inducente (επίθ.)
indugiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
indugiarsi (ρ.μ. (αντων.))
indugio (ουσ αρσ )
induismo (ουσ αρσ )
induista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
induistico (επίθ.)
indulgente (επίθ.)
indulgenza (θηλ.ουσ)
indulgere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
indulto (ουσ αρσ )
indumento (ουσ αρσ )
indurimento (ουσ αρσ )
indurire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
indurirsi (ρ. μ. αμτβ.)
indurre (ρ. μτβ.)
indursi (ρ.μ. (αντων.))
indusio (ουσ αρσ )



Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti