ItalianoGreco


infantìle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [infanˈtile]

παιδικός (-ή, -ό), νηπιακός (-ή, -ό), παιδιάστικός (-ή, -ό)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


asilo [αρσ.] infantile = ο παιδικός σταθμός



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z