infànte
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [inˈfante]
1 μωρό
2 μωράκι
3 βρέφος
4 μωρουδάκι
infànte
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [inˈfante]
γιος ισπανού μονάρχη
infànte
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [inˈfante]
1 βρεφικός
2 νηπιακός
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [inˈfante]
1 μωρό
2 μωράκι
3 βρέφος
4 μωρουδάκι
infànte
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [inˈfante]
γιος ισπανού μονάρχη
infànte
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [inˈfante]
1 βρεφικός
2 νηπιακός
permalink
infante (ουσ αρσ και θηλ.)
infante (ουσ αρσ )
infante (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android