ItalianoGreco


infelicità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [infeliʧiˈta]

1 κακοδαιμονία
2 μιζέρια
3 κακομοιριά
4 κακοπραγία
5 κακοριζικιά
6 συμφορά
7 αναξιοπάθεια
8 δυστυχία
9 κακοτυχία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---