ItalianoGreco


infilàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [infiˈlare]

1 (mettere dentro) εισάγω
2 (strada) περνώ
3 (abito) φορώ

infilàrsi  
ρήμα μέσο μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [infiˈlarsi]

1 διασχίζω την πορεία μου
2 ξεπορτίζω
3 παριστάνω
4 παρεισφρύω
5 βάζω
6 καταπιάνομαι
7 εισχωρώ κρυφά
8 αποθέτω
9 φορώ
10 κοτσάρω
11 χώνομαι
12 τρυπώνω
13 παρεισδύω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---