ìnfimo
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈinfimo]
ταπεινός άνθρωπος
ìnfimo
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈinfimo]
1 ελάχιστος
2 κατώτατος
3 έσχατος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈinfimo]
ταπεινός άνθρωπος
ìnfimo
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈinfimo]
1 ελάχιστος
2 κατώτατος
3 έσχατος
permalink
infimo (ουσ αρσ )
infimo (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android