ItalianoGreco


infrancesàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [infranʧeˈzare]

μετατρέπω σύμφωνα με (ή κατά) την γαλλική γλώσσα

infrancesarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [infranʧeˈzarsi]

δέχομαι γαλλικές επιδράσεις (στη γλώσσα και αλλού)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---