infrangiménto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [infranʤiˈmento]
1 θρυψάλιασμα
2 παραβίαση
3 κομμάτιασμα
4 σπάσιμο
5 καταπάτηση
6 καταστρατήγηση
7 θρυμμάτισμα
8 θρυμμάτιση
9 παράβαση
10 θρυμματισμός
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [infranʤiˈmento]
1 θρυψάλιασμα
2 παραβίαση
3 κομμάτιασμα
4 σπάσιμο
5 καταπάτηση
6 καταστρατήγηση
7 θρυμμάτισμα
8 θρυμμάτιση
9 παράβαση
10 θρυμματισμός
permalink
infrangimento (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android