ItalianoGreco


infrazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [infratˈtsjone]

1 παράβαση
2 καταστρατήγηση
3 παραβίαση
4 παράβαση νόμου ή κανονισμού
5 ποινικό πταίσμα
6 καταπάτηση
7 αθέτηση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---