ItalianoGreco


ingrandìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ingranˈdire]

1 ογκούμαι
2 απλώνομαι
3 διαδίδομαι
4 γίνομαι σπουδαιότερος
5 εκτείνομαι
6 γίνομαι μεγαλύτερος
7 επεκτείνομαι
8 εξαπλώνομαι
9 μεγαλώνω

ingrandìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ingranˈdire]

μεγεθύνω

ingrandirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ingranˈdirsi]

μεγαλώνω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---