ItalianoGreco


ingranàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ingraˈnare]

1 συμπλέκω ταχύτητα (κιβωτίου ταχυτήτων)
2 τα καταφέρνω καλά
3 τα καταφέρνω
4 βάζω ταχύτητα
5 τα βολεύω
6 εμπλέκω (γρανάζια)
7 ικανοποιώ τις ανάγκες μου καλά
8 περνώ καλά

ingranàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ingraˈnare]

1 (ingranaggi) μπλέκομαι, πιάνω
2 (figurato) μπαίνω σε κίνηση


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ingranare la marcia = βάζω ταχύτητα



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---