ItalianoGreco


insediàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inseˈdjare]

1 εγκαθιστώ
2 τοποθετώ (σε αξίωμα ή υπηρεσία)

insediarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [inseˈdjarsi]

1 αναλαμβάνω διεύθυνση
2 εγκαθίσταμαι
3 αναλαμβάνω αξίωμα
4 αποκαθίσταμαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---