insórgere
ρήμα αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [inˈsorʤere]
1 αναφύομαι
2 εμφανίζομαι ξαφνικά
3 εκδηλώνομαι
4 ξεφυτρώνω
5 διαμαρτύρομαι
6 προβάλλω
7 ανατέλλω
8 αποστατώ
9 επαναστατώ
10 ξεσηκώνομαι
11 εξεγείρομαι
12 αναφαίνομαι
13 φανερώνομαι
14 στασιάζω
ρήμα αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [inˈsorʤere]
1 αναφύομαι
2 εμφανίζομαι ξαφνικά
3 εκδηλώνομαι
4 ξεφυτρώνω
5 διαμαρτύρομαι
6 προβάλλω
7 ανατέλλω
8 αποστατώ
9 επαναστατώ
10 ξεσηκώνομαι
11 εξεγείρομαι
12 αναφαίνομαι
13 φανερώνομαι
14 στασιάζω
permalink
insorgere (ρ.αμτβ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android