insórto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [inˈsorto]
1 επαναστάτης
2 στασιαστής
insórto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [inˈsorto]
1 ριζοσπαστικός
2 στασιαστικός
3 επαναστατικός
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [inˈsorto]
1 επαναστάτης
2 στασιαστής
insórto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [inˈsorto]
1 ριζοσπαστικός
2 στασιαστικός
3 επαναστατικός
permalink
insorto (ουσ αρσ )
insorto (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android