ItalianoGreco


insórto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inˈsorto]

1 επαναστάτης
2 στασιαστής

insórto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inˈsorto]

1 ριζοσπαστικός
2 στασιαστικός
3 επαναστατικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---