ItalianoGreco


interdétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [interˈdetto]

1 αργία
2 απαγόρευση

interdétto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [interˈdetto]

1 πτοημένος
2 ζαλισμένος
3 αποσβολωμένος
4 απαγορευμένος
5 στερημένος αστικών δικαιωμάτων
6 στερημένος πολιτικών δικαιωμάτων


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---