interessàto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [interesˈsato]
ενδιαφερόμενο πρόσωπο
interessàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [interesˈsato]
1 υστερόβουλος
2 παραδόπιστος
3 οπισθόβουλος
4 φιλοχρήματος
5 ιδιοτελής
6 ενδιαφερόμενος
7 ιδιωφελής
8 συμφεροντολόγος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [interesˈsato]
ενδιαφερόμενο πρόσωπο
interessàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [interesˈsato]
1 υστερόβουλος
2 παραδόπιστος
3 οπισθόβουλος
4 φιλοχρήματος
5 ιδιοτελής
6 ενδιαφερόμενος
7 ιδιωφελής
8 συμφεροντολόγος
permalink
interessato (ουσ αρσ )
interessato (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android