ItalianoGreco


intollerànte  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [intolleˈrante]

1 φουριόζος
2 αδιάλλακτος
3 αλλεργικός
4 ανυπόμονος
5 μισαλλόδοξος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---