introduttìvo
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [introdutˈtivo]
1 αρχικός
2 εισαγωγικός
3 προοιμιακός
4 εισηγητικός
5 προεισαγωγικός
6 προπαρασκευαστικός
7 προπαιδευτικός
8 προκριματικός
9 προκαταρκτικός
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [introdutˈtivo]
1 αρχικός
2 εισαγωγικός
3 προοιμιακός
4 εισηγητικός
5 προεισαγωγικός
6 προπαρασκευαστικός
7 προπαιδευτικός
8 προκριματικός
9 προκαταρκτικός
permalink
introduttivo (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android