intristìre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [intrisˈtire]
1 σταφιδιάζω
2 σαρακιάζω
3 μαραίνομαι
4 μαραζιάζω
5 εξασθενώ
6 κατσιάζω
7 μαραζώνω
8 μαραγκιάζω
9 φθίνω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [intrisˈtire]
1 σταφιδιάζω
2 σαρακιάζω
3 μαραίνομαι
4 μαραζιάζω
5 εξασθενώ
6 κατσιάζω
7 μαραζώνω
8 μαραγκιάζω
9 φθίνω
permalink
intristire (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android