invasàre
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [invaˈzare]
1 βασανίζω με έμμονη ιδέα
2 κατέχω
3 κυριεύω
4 κατατρύχω
5 διατηρώ σε σκεπασμένο δοχείο
6 βάζω σε δοχείο
7 διακατέχω
8 τοποθετώ σκάφος σε κλίνη καθέλκυσης
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [invaˈzare]
1 βασανίζω με έμμονη ιδέα
2 κατέχω
3 κυριεύω
4 κατατρύχω
5 διατηρώ σε σκεπασμένο δοχείο
6 βάζω σε δοχείο
7 διακατέχω
8 τοποθετώ σκάφος σε κλίνη καθέλκυσης
permalink
invasare (ρ. μτβ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android