ItalianoGreco


invàso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inˈvazo]

1 αποθήκευση
2 τοποθέτηση σε βάζο

invàso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inˈvazo]

1 λυμαινόμενος
2 δεχθείς εισβολή


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z