ItalianoGreco


irrigidiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [irriʤidiˈmento]

1 αδιαλλαξία
2 επιμονή
3 εμμονή
4 δογματισμός
5 πείσμα
6 ξεροκεφαλιά
7 ισχυρογνωμοσύνη
8 αυξανόμενο κρύο
9 ακαμψία
10 νεκρική ακαμψία
11 ανελαστικότητα
12 σκληρότητα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---