ItalianoGreco


irruvidìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [irruviˈdire]

1 σκληραίνω
2 εκτραχύνω
3 αγριεύω (επιφάνεια)

irruvidìrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [irruviˈdirsi]

1 εκτραχύνομαι
2 αγριεύω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---