ItalianoGreco


isabèlla  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [izaˈbɛlla]

ανοιχτό κιτρινωπό πορτοκαλί

isabèlla  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [izaˈbɛlla]

ανοιχτός κιτρινωπός πορτοκαλί


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---