ItalianoGreco


istèrico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [isˈtɛriko]

άρρωστος πάσχων από υστερία

istèrico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [isˈtɛriko]

υστερικός (-ή, -ό)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---