Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lacciòlo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [latˈʧɔlo]

1 μικρή θηλιά
2 μικρός βρόχος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  laccio laccolite  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

laccatore (ουσ αρσ )
laccatura (θηλ.ουσ)
lacchè (ουσ αρσ )
laccia (θηλ.ουσ)
laccio (ουσ αρσ )
lacciolo (ουσ αρσ )
laccolite (θηλ.ουσ)
lacedemone (ουσ αρσ και θηλ.)
lacedemone (επίθ.)
lacerabile (επίθ.)
laceramento (ουσ αρσ )
lacerante (επίθ.)
lacerare (ρ. μτβ.)
lacerarsi (ρ.μ. (αντων.))
lacerazione (θηλ.ουσ)
lacero (επίθ.)
lacero–contuso (επίθ.)
lacertiforme (επίθ.)
lacerto (ουσ αρσ )
lachesi (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---