ItalianoGreco


laceraménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [laʧeraˈmento]

1 κουρέλιασμα
2 κομμάτιασμα
3 σχάση
4 ξέσκισμα
5 σχίσιμο
6 σκίσιμο
7 λιάνισμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---