Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ladrésco  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [laˈdresko]

1 κλέφτικος
2 λωποδυτικός
3 ληστρικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ladreria ladro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lacustre (επίθ.)
laddove (σύνδ.)
laddove (επίρ.)
ladra (θηλ.ουσ)
ladreria (θηλ.ουσ)
ladresco (επίθ.)
ladro (ουσ αρσ )
ladrocinio (ουσ αρσ )
ladroncello (ουσ αρσ )
ladrone (ουσ αρσ )
ladroneria (θηλ.ουσ)
ladronesco (επίθ.)
ladruncolo (ουσ αρσ )
Laerte (κύρ.όν. αρσ.)
lager (ουσ αρσ )
laggiù (επίρ.)
laghetto (ουσ αρσ )
lagna (θηλ.ουσ)
lagnanza (θηλ.ουσ)
lagnarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---