ItalianoGreco


languóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [lanˈgwore]

1 αδυναμία
2 ξελίγωμα
3 ξελιγωμένο βλέμμα
4 νωχέλεια
5 αποχαύνωση
6 ατονία
7 μαράζι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---