ItalianoGreco


lantèrna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [lanˈtɛrna]

1 ραδιοφάρος κατεύθυνσης αεροσκάφους
2 φανάρι
3 φάρος καθοδήγησης
4 θάλαμος φάρου
5 φάρος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---