ItalianoGreco


làsco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈlasko]

Χαλαρωμένος

làsco  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈlasko]

1 άσφιχτος
2 λασκαρισμένος
3 μπόσικος
4 ατέντωτος
5 λάσκος
6 χαλαρός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---