ItalianoGreco


laureàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [lawreˈato]

ο πτυχιούχος

laureàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [lawreˈato]

1 σχετικός με διπλωματούχο
2 ο του κατόχου ακαδημαὶκού τίτλου
3 ο του πτυχιούχου


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---