ItalianoGreco


lavorabilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [lavorabiliˈta]

1 ιδιότητα αυτού που μπορεί να οργωθεί
2 ευπλαστότητα
3 ιδιότητα του κατεργάσιμου


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---