Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlavorànte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [lavoˈrante] 1 εργαζόμενος 2 τεχνίτης 3 εργάτης lavorànte ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [lavoˈrante] Εργάτρια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |