ItalianoGreco


leccóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [lekˈkone]

1 γαλίφης
2 τσανακογλείφτης
3 τσάτσος
4 αδηφάγος
5 λαίμαργος
6 χαμερπής κόλακας
7 γλείφτης
8 κόλακας
9 δουλοπρεπής κόλακας
10 κόφτης
11 κωλογλείφτης
12 πινακογλείφτης
13 λιβανιστής
14 γλειψιματίας


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---