ItalianoGreco


legalìsta  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [legaˈlista]

1 αναλυτής με αυστηρή νομική θέση
2 τυπολάτρης
3 νομικιστής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---