ItalianoGreco


legàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [leˈgare]

1 συνδέομαι
2 δένομαι

legàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [leˈgare]

δένω

legarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [leˈgarsi]

1 σχετίζομαι
2 δένομαι
3 δεσμεύομαι
4 συνδέομαι


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


essere legato a qualcuno = είμαι δεμένος με κανέναν || essere matto da legare = είμαι για τα σίδερα || pazzo [αρσ.] da legare = ο τρελός γιά δέσιμο



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---